- κομιτατζής
- ο1. μέλος, κυρίως ένοπλο, επαναστατικού κομιτάτου2. αντάρτης ή άτακτος που ανήκε στο βουλγαρικό κομιτάτο και αγωνιζόταν για την προσάρτηση τής Μακεδονίας στη Βουλγαρία3. μτφ. άτομο αυταρχικό και βίαιου χαρακτήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. komitaci < τουρκ. komita < ιταλ. comitato].
Dictionary of Greek. 2013.